θρύλος

θρύλος
Λέξη που αρχικά σήμαινε τον θόρυβο πολλών φωνών, ομιλιών και στην συνέχεια το γεγονός για το οποίο μιλούν όλοι. Στη νεότερη έννοια του ο θ. σημαίνει τη διήγηση σχετικά με τη ζωή ενός αγίου, μάρτυρα ή ήρωα, η οποία συχνά έχει παραποιηθεί από τη λαϊκή φαντασία. Εξαιτίας του χαρακτήρα του να περιγράφει καταπληκτικά ή εξαιρετικά γεγονότα, ο θ. –με τη σημασία αυτή– άνθισε ιδιαίτερα κατά τον Μεσαίωνα. Αργότερα αναμείχτηκε με άλλες μορφές αφηγήσεων πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων, που αναφέρονταν σε πρόσωπα, τόπους ή ιστορικές εποχές. Με την ευρύτερη αυτή έννοια, ο θ. διακρίνεται τόσο από την ιστορική αφήγηση που αλλοιώνει αλλά δεν παραποιεί την πραγματικότητα όσο και από το παραμύθι, που αποτελεί αφήγηση φανταστικών γεγονότων, τα οποία εκτυλίσσονται σε φανταστικούς τόπους και έχουν ως ήρωες φανταστικά πρόσωπα, καθώς και από τον μύθο, που συνιστά μια σύντομη αφήγηση γεγονότων, με πρωταγωνιστές σχεδόν πάντοτε ζώα ή άψυχα όντα, τα οποία έχουν επινοηθεί για να δώσουν μια ηθική εντολή ή μια σοφή πρακτική συμβουλή. Διακρίνεται επίσης και από το ανέκδοτο, τον απόλογο κλπ. Αντίθετα, λιγότερο σαφής είναι η διαφοροποίηση του θ. από τον θρησκευτικό μύθο, δηλαδή τον μύθο περί θεών και ηρώων· σύμφωνα με μία άποψη, μάλιστα, ο πρώτος είναι το χριστιανικό αντίστοιχο του δεύτερου. Τα σημεία επαφής μεταξύ των δύο ειδών είναι ιδιαίτερα εμφανή στις περιπτώσεις που τα πραγματικά στοιχεία της αφήγησης έχουν δευτερεύοντα χαρακτήρα ή τέτοια φανταστική διεύρυνση, ώστε να καθίσταται αμφίβολη οποιαδήποτε ιστορική βάση. Ένα γενικό κριτήριο διάκρισης βρίσκεται στο γεγονός ότι ενώ o θ. έχει ως υπόστρωμα ανθρώπινα πράγματα και γεγονότα, o θρησκευτικός μύθος περιστρέφεται γύρω από τα υπερανθρώπινα όντα και συνεπώς έξω από την ανθρώπινη ιστορία. Όπως o θρησκευτικός μύθος και οι άλλοι τύποι της λαϊκής φιλολογίας (παραμύθια κλπ.), ο θ. γεννιέται και αναπτύσσεται με την προφορική παράδοση, από την οποία καμιά φορά τον αποσπούν οι λογοτέχνες, προσδίδοντάς του καλλιτεχνικές μορφές. Οι θ. εμφανίζονται σε όλους τους λαούς, σε κάθε εποχή, για τα πιο ποικίλα γεγονότα και πρόσωπα και διαδίδονται σε άλλους τόπους και σε άλλους λαούς, οι οποίοι ορισμένες φορές τους ιδιοποιούνται, προσαρμόζοντάς τους σε γεγονότα και πρόσωπα του δικού τους τόπου. Αυτό εξηγεί τη διατήρηση και τη διάδοση πολλών θ. έξω από τα αρχικά χρονολογικά και γεωγραφικά όριά τους. Σε μια ιδιαίτερη κατηγορία ανήκουν οι αγιολογικοί θ., που έχουν ως αντικείμενο (όπως οι μεσαιωνικοί θ.) τη ζωή και το έργο των αγίων. Οι θ. αυτοί περιλαμβάνουν διηγήσεις λιγότερο ή περισσότερο σχετικές με ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, αλλοιωμένα κατά διάφορους τρόπους. Επειδή, όμως, στις περιπτώσεις αυτές, διάφοροι παράγοντες –όπως η διατήρηση και διάδοση της τιμής που αποδίδεται στον άγιο κλπ.– ξεφεύγουν, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, από το πεδίο του θ., η μελέτη τους υπάγεται μάλλον στον τομέα της αγιολογίας, παρά στον τομέα των λαϊκών παραδόσεων. Τους θ. του ελληνικού λαού μελέτησε διεξοδικά ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης. Ένα επεισόδιο από τους θρύλους για τον βασιλιά Αρθούρο, με τον Λανσελότο καθισμένο σε ένα αμάξι, σε μικρογραφία (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι). Γνωστός χριστιανικός θρύλος και συχνό θέμα στην ελληνική και σκανδιναβική μυθολογία και στα ιπποτικά ποιήματα είναι εκείνος του αγίου Γεωργίου που σκοτώνει τον δράκο για να ελευθερώσει τη βασιλοπούλα. Στη φωτογραφία, «Ο άγιος Γεώργιος και ο δράκος», πίνακας του Ιταλού ζωγράφου της Αναγέννησης Πάολο Ουτσέλο (Μουσείο Ζακεμάρ, Παρίσι).
* * *
ο (ΑΜ θρῡλος και θρύλλος)
νεοελλ.
προφορική παράδοση που μεταβιβάζεται από την παλιότερη γενιά στη νεώτερη
νεοελλ.-μσν.
φήμη, θρύλημα
αρχ.
κραυγή, βοή, θόρυβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θρυλώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θρῦλος — noise as of many voices masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρύλος — ο 1. διάδοση ή φήμη αβέβαιη: Κυκλοφορούν διάφοροι θρύλοι για το θέμα αυτό. 2. προφορική παράδοση από γενιά σε γενιά που αναφέρεται σε πρόσωπα ηρωικά και σε ένδοξα κατορθώματα, μύθος: Ο θρύλος του μαρμαρωμένου βασιλιά. 3. πρόσωπο ή κατόρθωμα που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θρύλος, Άλκης — Βλ. λ. Ουράνη, Ελένη …   Dictionary of Greek

  • Άλκης Θρύλος — Βλ. λ. Ουράνη, Ελένη …   Dictionary of Greek

  • θρύλλω — θρῦλος noise as of many voices masc nom/voc/acc dual θρῦλος noise as of many voices masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρῦλοι — θρῦλος noise as of many voices masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρῦλον — θρῦλος noise as of many voices masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρύλλοι — θρῦλος noise as of many voices masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρύλλον — θρῦλος noise as of many voices masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρύλλος — θρῦλος noise as of many voices masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”